Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tutelary
01
προστατευτικός, κηδεμονικός
providing guardianship, protection, or guidance, often in a supervisory or spiritual sense
Παραδείγματα
The villagers believed the mountain had a tutelary spirit guarding them.
Οι χωρικοί πίστευαν ότι το βουνό είχε ένα προστατευτικό πνεύμα που τους φύλαγε.
A tutelary deity was thought to watch over the city.
Πιστευόταν ότι μια προστατευτική θεότητα φύλαγε την πόλη.



























