Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
turgid
01
φουσκωμένος, πομπώδης
(of speech or writing) using a serious and elevated style that makes it tedious and complicated
Παραδείγματα
The professor ’s lecture was so turgid that many students struggled to stay awake.
Η διάλεξη του καθηγητή ήταν τόσο φουσκωμένη που πολλοί φοιτητές δυσκολεύτηκαν να μείνουν ξύπνιοι.
His turgid prose in the essay made the otherwise interesting topic feel dull and inaccessible.
Η φουσκωμένη πεζογραφία του στο δοκίμιο έκανε το αλλιώς ενδιαφέρον θέμα να φαίνεται βαρετό και απρόσιτο.
02
πρησμένος, φουσκωμένος
unusually swollen, typically due to internal buildup of gas or fluid
Παραδείγματα
The frog 's turgid throat pulsed as it croaked loudly.
Ο πρησμένος λαιμός του βατράχου πάλλονταν καθώς εκείνος έβγαζε δυνατούς ήχους.
Her ankle looked turgid, swollen from the sprain.
Ο αστράγαλός της φαινόταν πρησμένος, πρησμένος από τη διάστρεψη.
Λεξικό Δέντρο
turgidly
turgidness
turgid



























