LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Treponema
/tɹˈɛpəʊnmɐ/
/tɹˈɛpoʊnmə/
treponemata
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "treponema"
Treponema
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
spirochete that causes disease in humans (e.g. syphilis and yaws)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trepidly
trepidation
trepid
trephritidae
trephine
treponemataceae
trespass
trespass de bonis asportatis
trespass on the case
trespass quare clausum fregit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App