Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trekker
01
πεζοπόρος, ταξιδιώτης
a traveler who makes a long arduous journey (as hiking through mountainous country)
Λεξικό Δέντρο
trekker
trek
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πεζοπόρος, ταξιδιώτης
Λεξικό Δέντρο