LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Birth control
/bˈɜːθ kəntɹˈəʊl/
/bˈɜːθ kəntɹˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "birth control"
Birth control
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
limiting the number of children born
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
birth certificate
birth canal
birth
birretta
birr
birth control device
birth control pill
birth defect
birth is much but breeding more
birth pangs
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App