Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toxicity
01
τοξικότητα
the harmful effects or potential for harm caused by a substance to living organisms or the environment
Παραδείγματα
The toxicity of the chemical spill contaminated the nearby water supply, posing a threat to aquatic life.
Η τοξικότητα της χημικής διαρροής μόλυνε την κοντινή παροχή νερού, αποτελώντας απειλή για την υδρόβια ζωή.
Researchers conducted tests to evaluate the toxicity of the new pesticide on bees.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν δοκιμές για να αξιολογήσουν την τοξικότητα του νέου φυτοφαρμάκου στις μέλισσες.
02
τοξικότητα
the degree to which something is poisonous
Λεξικό Δέντρο
toxicity
tox



























