Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
toxic waste
/tˈɑːksɪk wˈeɪst/
/tˈɒksɪk wˈeɪst/
Toxic waste
01
τοξικά απόβλητα, δηλητηριώδη απόβλητα
a type of waste that contains harmful chemicals that can cause serious health and environmental problems if not properly handled and disposed of
Παραδείγματα
The factory was fined for illegally dumping toxic waste into the river.
Το εργοστάσιο επιβλήθηκε πρόστιμο για παράνομη απόρριψη τοξικών αποβλήτων στο ποτάμι.
Proper disposal of toxic waste is crucial to prevent environmental contamination.
Η σωστή διάθεση των τοξικών αποβλήτων είναι κρίσιμη για την πρόληψη της περιβαλλοντικής μόλυνσης.



























