Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tourer
01
τουρίστας, ταξιδιώτης
someone who travels for pleasure
02
tourer, μεγάλο ανοιχτό αυτοκίνητο τεσσάρων θέσεων με αναδιπλούμενη οροφή
large open car seating four with folding top
Λεξικό Δέντρο
tourer
tour



























