Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tor
01
μικρός βραχώδης λόφος, βραχώδης λόφος
a small rocky hill
02
ένας tor, ένας σωρός από βράχους
a prominent rock or pile of rocks on a hill
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μικρός βραχώδης λόφος, βραχώδης λόφος
ένας tor, ένας σωρός από βράχους