LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tootle
/tˈuːtəl/
/ˈtutəɫ/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "tootle"
Tootle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the sound of casual playing on a musical instrument
to tootle
ΡΉΜΑ
01
play (a musical instrument) casually
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
toothy
toothwort
toothsomeness
toothsome
toothpowder
top
top and tail
top banana
top billing
top boot
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App