Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toolmaker
01
εργαλειοποιός, κατασκευαστής εργαλείων
a person who makes or repairs tools, often for industrial or mechanical use
Παραδείγματα
The toolmaker crafted custom wrenches for the factory.
Ο κατασκευαστής εργαλείων δημιούργησε προσαρμοσμένα κλειδιά για το εργοστάσιο.
Skilled toolmakers are essential in precision engineering.
Οι επιδέξιοι εργαλειοποιοί είναι απαραίτητοι στην ακριβή μηχανική.



























