Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tonal
01
τονικός
referring to variations in pitch used to convey meanings or emotions
Παραδείγματα
Mandarin Chinese is a tonal language, where the meaning of a word can change based on the pitch used to pronounce it.
Τα κινεζικά μανδαρινικά είναι μια τονική γλώσσα, όπου η σημασία μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τον τόνο που χρησιμοποιείται για την προφορά της.
Linguists study tonal languages like Thai and Vietnamese to understand how pitch affects meaning.
Οι γλωσσολόγοι μελετούν τονικές γλώσσες όπως τα Ταϊλανδέζικα και τα Βιετναμέζικα για να κατανοήσουν πώς η τονικότητα επηρεάζει το νόημα.
02
τονικός, τονική
having tonality; i.e. tones and chords organized in relation to one tone such as a keynote or tonic
Λεξικό Δέντρο
tonality
tonal
ton



























