Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toilet paper
01
χαρτί τουαλέτας
soft, thin paper in sheets or on a roll for cleaning after using the toilet
Παραδείγματα
The bathroom was out of toilet paper, so I had to grab a new roll.
Το μπάνιο είχε ξεμείνει από χαρτί υγείας, οπότε έπρεπε να πάρω ένα νέο ρολό.
I had to use some toilet paper to clean up the spill.
Έπρεπε να χρησιμοποιήσω λίγο χαρτί υγείας για να καθαρίσω το χυμένο.



























