Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to tire out
[phrase form: tire]
01
κουράζω, εξαντλώ
to make someone exhausted through physical or mental activity
Παραδείγματα
She tried to tire out her energetic puppy with a long walk.
Προσπάθησε να κουράσει το ενεργητικό της κουτάβι με μια μεγάλη βόλτα.
The challenging workout routine completely tired him out.
Η απαιτητική ρουτίνα προπόνησης τον έκανε εντελώς κουρασμένο.



























