Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
timorous
01
δειλός, φοβιτσιάρης
lacking bravery and confidence
Παραδείγματα
Her timorous voice betrayed her anxiety about speaking in public.
Η δειλή φωνή της πρόδιδε το άγχος της για το να μιλάει δημόσια.
Despite his timorous demeanor, he made an effort to contribute to the project.
Παρά την δειλή του συμπεριφορά, έκανε μια προσπάθεια να συμβάλει στο έργο.



























