Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
timeless
01
διαχρονικός, αιώνιος
remaining unaffected by the passage of time
Παραδείγματα
Her style is elegant and timeless, never going out of fashion.
Το στυλ της είναι κομψό και διαχρονικό, ποτέ δεν ξεφεύγει από τη μόδα.
The book is a timeless classic, loved by generations.
Το βιβλίο είναι μια διαχρονική κλασική, αγαπημένη από γενιές.
Λεξικό Δέντρο
timelessly
timelessness
timeless
time



























