Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tillage
01
γεωργική καλλιέργεια, καλλιέργεια
arable land that is worked by plowing and sowing and raising crops
02
καλλιέργεια εδάφους, εργασία του εδάφους
the cultivation of soil for raising crops
Λεξικό Δέντρο
tillage
till



























