LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ticklish
/tˈɪklɪʃ/
/ˈtɪkəɫɪʃ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ticklish"
ticklish
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
difficult to handle; requiring great tact
Παράδειγμα
Feeling
ticklish
,
the
child
could
n't
help
but
giggle
and
wriggle
when
their
friend
poked
his
side
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App