Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tickling
01
γαργαλητό, πράξη του γαργαλήματος
the act of tickling
tickling
01
γαργαλητός
exciting by touching lightly so as to cause laughter or twitching movements
Λεξικό Δέντρο
tickling
tickle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γαργαλητό, πράξη του γαργαλήματος
γαργαλητός
Λεξικό Δέντρο