Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thundery
01
καταιγιστικός, με καταιγίδες
(of weather) having thunderstorms and lightning
Παραδείγματα
The forecast warned of thundery weather with the possibility of severe storms.
Η πρόγνωση προειδοποίησε για καταιγιστικό καιρό με πιθανότητα σφοδρών καταιγίδων.
They stayed indoors during the thundery afternoon, waiting for the storm to pass.
Πέρασαν μέσα κατά τη διάρκεια του κεραυνόβριχτου απογεύματος, περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα.
Λεξικό Δέντρο
thundery
thunder



























