LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tethered
/tˈɛðəd/
/ˈtɛðɝd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "tethered"
tethered
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
confined or restricted with or as if with a rope or chain
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tetherball
tether
teth
tete-a-tete
tete a tete
tethyidae
tethys
tetra
tetrabasic acid
tetrabromo-phenolsulfonephthalein
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App