LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Temporary state
/tˈɛmpɹəɹˌɪ stˈeɪt/
/tˈɛmpɚɹˌɛɹi stˈeɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "temporary state"
Temporary state
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a state that continues for a limited time
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
temporary removal
temporary injunction
temporary hookup
temporary expedient
temporary
temporary wall
temporary worker
temporization
temporize
temporizer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App