Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Telecommuting
01
τηλεργασία, εργασία από απόσταση
the practice of working from a location outside the office, typically from home, using electronic communication
Παραδείγματα
Many employees adopted telecommuting during the pandemic.
Πολλοί εργαζόμενοι υιοθέτησαν την τηλεργασία κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Telecommuting allows workers to save time on commuting.
Η τηλεργασία επιτρέπει στους εργαζόμενους να εξοικονομούν χρόνο στις μετακινήσεις.
Λεξικό Δέντρο
telecommuting
telecommute



























