Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Teenager
01
έφηβος, νεανίας
a person aged between 13 and 19 years
Παραδείγματα
The teenager spent most of the evening playing video games.
Ο έφηβος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βράδυ παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Teenagers often enjoy hanging out with their friends at the mall.
Οι έφηβοι συχνά απολαμβάνουν να βγαίνουν με τους φίλους τους στο εμπορικό κέντρο.
Λεξικό Δέντρο
preteenager
teenager



























