LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ted
/tˈɛd/
/ˈtɛd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ted"
Ted
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a tough youth of 1950's and 1960's wearing Edwardian style clothes
word family
ted
ted
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tecumtha
tecumseh
tectonics
tectonic movement
tectonic
teddy
teddy bear
teddy boy
teddy boys
tedious
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App