Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to team up
01
συνεργάζομαι, δουλεύω ως ομάδα
to join or collaborate with others as a team to work towards a shared purpose
Παραδείγματα
Scientists team up to conduct groundbreaking research.
Οι επιστήμονες συνεργάζονται για να διεξάγουν πρωτοποριακή έρευνα.
The athletes teamed up to train for the championship.
Οι αθλητές συνεργάστηκαν για να προπονηθούν για το πρωτάθλημα.



























