Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tapioca
01
ταπιόκα
a starch extracted from the cassava root, used in cooking and baking for its thickening properties
Παραδείγματα
She enjoyed a warm bowl of tapioca pudding on a chilly winter evening.
Απόλαυσε ένα ζεστό μπολ πουτίγκας ταπιόκας σε μια κρύα χειμωνιάτικη βραδιά.
The chef used tapioca flour to make crispy and delicious gluten-free cookies.
Ο σεφ χρησιμοποίησε αλεύρι ταπιόκας για να φτιάξει τραγανά και νόστιμα μπισκότα χωρίς γλουτένη.



























