Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tamed
01
εξημερωμένος, κατασταλμένος
brought from wildness into a domesticated state
02
εξημερωμένος, δαμασμένος
brought from wildness
Λεξικό Δέντρο
untamed
tamed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξημερωμένος, κατασταλμένος
εξημερωμένος, δαμασμένος
Λεξικό Δέντρο