Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
talkative
Παραδείγματα
Even though he 's talkative, he knows when to stay quiet.
Αν και είναι ομιλητικός, ξέρει πότε να παραμείνει σιωπηλός.
His talkative nature makes him a great salesperson.
Η ομιλητική του φύση τον κάνει έναν υπέροχο πωλητή.
02
ομιλητικός, φλύαρος
extremely willing to chat and have verbal communication with others
03
ομιλητικός, φλύαρος
unwisely talking too much
Λεξικό Δέντρο
talkatively
talkativeness
untalkative
talkative
talk



























