Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to talk out of
[phrase form: talk]
01
αποτρέπω, πείθω να μην κάνει κάτι
to advise someone against doing something
Παραδείγματα
She talked him out of quitting his job.
Τον έπεισε να μην παραιτηθεί από τη δουλειά του.
They tried to talk her out of buying the expensive dress.
Προσπάθησαν να την αποτρέψουν από το να αγοράσει το ακριβό φόρεμα.



























