Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to talk into
[phrase form: talk]
01
πείθω, προτρέπω
to convince someone to do something they do not want to do
Παραδείγματα
He's against the idea, but I think I can talk him into it.
Είναι αντίθετος με την ιδέα, αλλά νομίζω ότι μπορώ να τον πείσω.
I talked her into giving me a lift to work.
Την έπεισα να με πάει στη δουλειά.



























