Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Big spender
01
μεγαλοδάπανος, σπαταληρός
a person who tends to recklessly spend money for the sake of entertainment
Παραδείγματα
He ’s known as a big spender in the city, always buying expensive cars and jewelry.
Είναι γνωστός ως ένας μεγάλος σπαταλητής στην πόλη, πάντα αγοράζει ακριβά αυτοκίνητα και κοσμήματα.
The restaurant catered to big spenders, offering gourmet meals and exclusive services.
Το εστιατόριο εξυπηρετούσε τους μεγάλους δαπανηρούς, προσφέροντας γκουρμέ γεύματα και αποκλειστικές υπηρεσίες.



























