Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Big gun
01
μεγάλο όπλο, βαρύ βάρος
a person or an organization that possesses great power or influence
Παραδείγματα
Professor Johnson is the big gun of the chemistry department. With years of groundbreaking research and numerous publications to her name.
Ο καθηγητής Johnson είναι η μεγάλη μορφή του τμήματος χημείας. Με χρόνια πρωτοποριακής έρευνας και πολυάριθμες δημοσιεύσεις στο όνομά της.
The United Nations is considered a big gun in global diplomacy.
Τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούνται μεγάλο όπλο στην παγκόσμια διπλωματία.



























