Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Big brother
01
μεγάλος αδελφός, επιτηρητής μεγάλος αδελφός
a powerful person or organization that invades people's privacy by controlling and monitoring their actions
Παραδείγματα
The new surveillance measures implemented by the government have raised concerns about living in a " big brother " society.
Τα νέα μέτρα επιτήρησης που εφάρμοσε η κυβέρνηση έχουν προκαλέσει ανησυχίες για τη ζωή σε μια κοινωνία του μεγάλου αδελφού.
In the workplace, employees often feel like they are constantly being watched, creating a " big brother " atmosphere that stifles creativity.
Στο χώρο εργασίας, οι εργαζόμενοι συχνά αισθάνονται ότι παρακολουθούνται συνεχώς, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μεγάλου αδελφού που καταπνίγει τη δημιουργικότητα.
02
μεγάλος αδελφός, παλιός αδελφός
an older brother



























