LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sympathomimetic
/sˌɪmpəθˌɒmaɪmˈɛtɪk/
/sˌɪmpəθˌɑːmaɪmˈɛɾɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "sympathomimetic"
sympathomimetic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to epinephrine (its release or action)
word family
sympathomimetic
sympathomimetic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sympathizer
sympathize with
sympathize
sympathetically
sympathetic vibration
sympathy
sympathy card
sympathy strike
sympatric
sympatry
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App