Swerving
volume
British pronunciation/swˈɜːvɪŋ/
American pronunciation/swˈɜːvɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "swerving"

01

the act of turning aside suddenly

word family

swerve

swerve

Verb

swerving

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store