Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sweet-scented
01
ευωδιαστός, αρωματικός
having a pleasing smell or fragrance
Παραδείγματα
The garden was filled with sweet-scented flowers that attracted bees and butterflies.
Ο κήπος ήταν γεμάτος από ευωδιαστά λουλούδια που προσέλκυαν μέλισσες και πεταλούδες.
She used a sweet-scented candle to make the room feel more inviting.
Χρησιμοποίησε ένα αρωματικό κερί για να κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο ευπρόσδεκτο.



























