Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Swedish turnip
01
σουηδικό γογγύλι, ρουταμπάγκα
the large yellow root of a rutabaga plant used as food
02
σουηδικό γογγύλι, κίτρινο γογγύλι
a cruciferous plant with a thick bulbous edible yellow root
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σουηδικό γογγύλι, ρουταμπάγκα
σουηδικό γογγύλι, κίτρινο γογγύλι