Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sustainability
01
βιωσιμότητα, διαρκή ανάπτυξη
the capacity to be maintained for a long time and causing no harm to the environment
Παραδείγματα
Sustainability in agriculture ensures soil health for future generations.
Η βιωσιμότητα στη γεωργία διασφαλίζει την υγεία του εδάφους για τις μελλοντικές γενιές.
The company prioritizes sustainability by using recycled materials in packaging.
Η εταιρεία προτεραιοποιεί τη βιωσιμότητα χρησιμοποιώντας ανακυκλωμένα υλικά στη συσκευασία.
Λεξικό Δέντρο
sustainability
sustainable
sustain



























