Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sure enough
01
όπως αναμενόταν, πράγματι
as supposed or expected
02
πράγματι, αναμφίβολα
in a way that is free from doubt or any reservation
Παραδείγματα
I thought it would rain, and sure enough, it started pouring just as I stepped outside.
Νόμιζα ότι θα έβρεχε, και πράγματι, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς μόλις βγήκα έξω.
He said he would arrive at 2:00, and sure enough, he was right on time.
Είπε ότι θα έφτανε στις 2:00, και πράγματι, ήταν στην ώρα του.



























