Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Supermarket
01
σούπερ μάρκετ, υπερμάρκετ
a large store that we can go to and buy food, drinks and other things from
Παραδείγματα
He works as a cashier at the supermarket, scanning and bagging customers' items.
Εργάζεται ως ταμίας στο σούπερ μάρκετ, σκαναρίζοντας και συσκευάζοντας τα αντικείμενα των πελατών.
I buy groceries and household items at the supermarket every week.
Αγοράζω είδη παντοπωλείου και οικιακά είδη στο σούπερ μάρκετ κάθε εβδομάδα.
Λεξικό Δέντρο
supermarket
super
market



























