Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
superannuated
01
παρωχημένος, απαρχαιωμένος
old or no longer useful or fashionable, often replaced by newer alternatives
Παραδείγματα
The superannuated typewriter was collecting dust in the corner of the office.
Η παρωχημένη γραφομηχανή συγκέντρωνε σκόνη στη γωνία του γραφείου.
He finally replaced his superannuated laptop, which could no longer support modern software.
Τελικά αντικατέστησε τον παρωχημένο του φορητό υπολογιστή, που δεν μπορούσε πλέον να υποστηρίξει σύγχρονο λογισμικό.
02
παρωχημένος, απαρχαιωμένος
too old to be useful
Λεξικό Δέντρο
superannuated
superannuate



























