Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sulky
01
γκρινιάρης, συνοφρυωμένος
ill-tempered and in a bad mood, tending to sulk
Παραδείγματα
He gave a sulky reply and crossed his arms.
Έδωσε μια βλοσυρή απάντηση και σταύρωσε τα χέρια του.
She sat in the corner, looking sulky.
Κάθισε στη γωνία, φαινόταν γκρινιάρης.
02
μελαγχολικός, σκοτεινός
depressingly dark
03
αργός, βραδύς
moving slowly
Sulky
01
sulky, ελαφρύ αμαξάκι αγώνων
a lightweight, two-wheeled horse-drawn carriage, typically used for one person, often in horse racing
Παραδείγματα
The jockey climbed into the sulky for the harness race.
Ο τζόκεϊ ανέβηκε στο sulky για τον αγώνα ιπποδρόμου.
Sulkies are designed to be fast and lightweight.
Τα sulky σχεδιάζονται να είναι γρήγορα και ελαφριά.
Οικογένεια λέξεων
sulk
Noun
sulky
Adjective
sulkily
Adverb
sulkily
Adverb
sulkiness
Noun
sulkiness
Noun



























