Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Suffragist
01
σουφραζέτα, αγωνιστής για το δικαίωμα ψήφου
a person who campaigns for the right to vote, especially for women's voting rights
Παραδείγματα
Despite facing societal pressure, suffragists remained determined in their quest for equal voting rights.
Παρά την κοινωνική πίεση, οι σουφραζέτες παρέμειναν αποφασισμένες στην αναζήτησή τους για ίσα δικαιώματα ψήφου.
As a suffragist, she tirelessly penned articles and delivered speeches, making her voice heard.
Ως σουφραζέτα, έγραψε ακούραστα άρθρα και έδωσε ομιλίες, κάνοντας τη φωνή της να ακουστεί.
Λεξικό Δέντρο
suffragist
suffrage



























