suffrage
suff
ˈsəf
σαφ
rage
rɪʤ
ριτζ
British pronunciation
/sˈʌfɹɪd‍ʒ/

Ορισμός και σημασία του "suffrage"στα αγγλικά

01

δικαίωμα ψήφου, εκλογικό δικαίωμα

the right or privilege of casting a vote in public elections
Wiki
example
Παραδείγματα
Some countries still restrict suffrage based on gender, age, or socio-economic status.
Ορισμένες χώρες εξακολουθούν να περιορίζουν το δικαίωμα ψήφου με βάση το φύλο, την ηλικία ή την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Women 's suffrage was a pivotal movement in the early 20th century.
Η ψηφοφορία των γυναικών ήταν μια καθοριστική κίνηση στις αρχές του 20ού αιώνα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store