Suffocating
volume
British pronunciation/sˈʌfəkˌe‍ɪtɪŋ/
American pronunciation/ˈsəfəˌkeɪtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "suffocating"

suffocating
01

causing difficulty in breathing especially through lack of fresh air and presence of heat

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store