subjectivity
sub
ˌsʌb
σαμπ
jec
ʤɛk
τζεκ
ti
ˈtɪ
τι
vi
βι
ty
ti
τι
British pronunciation
/ˌsʌbdʒɛkˈtɪvɪti/

Ορισμός και σημασία του "subjectivity"στα αγγλικά

01

υποκειμενικότητα

the state of being affected by personal opinions and feelings instead of facts and statistics
example
Παραδείγματα
The art critic 's review was filled with subjectivity, reflecting her personal tastes and preferences.
Η κριτική του κριτικού τέχνης ήταν γεμάτη υποκειμενικότητα, αντικατοπτρίζοντας τα προσωπικά της γούστα και τις προτιμήσεις.
Subjectivity in eyewitness testimony can lead to varying accounts of the same event.
Η υποκειμενικότητα στις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store