LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stupidity
/stjuːpˈɪdɪti/
/stuˈpɪdɪˌti/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "stupidity"
Stupidity
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a poor ability to understand or to profit from experience
intelligence
02
a stupid mistake
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stupid is as stupid does
stupid
stupendously
stupendous
stupefying
stupidly
stupor
stuporous
sturdily
sturdiness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App