Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Street cred
01
αξιοπιστία του δρόμου, αξιοπιστία στον δρόμο
respect or credibility among peers in urban settings, especially in hip-hop or street culture
Παραδείγματα
He 's got serious street cred after dropping that mixtape.
Έχει σοβαρή αξιοπιστία του δρόμου μετά την κυκλοφορία εκείνου του mixtape.
You lose street cred if you back out of a challenge.
Χάνεις αξιοπιστία του δρόμου αν αποσυρθείς από μια πρόκληση.



























