LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Street cred
/stɹˈiːt kɹˈɛd/
/stɹˈiːt kɹˈɛd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "street cred"
Street cred
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
credibility among young fashionable urban individuals
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
street corner
street clothes
street cleaner
street child
street arab
street credibility
street dance
street drug
street fair
street fighter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App