Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
strait-laced
01
αυστηρός, πουριτανικός
very strict and traditional in opinion about morals
Παραδείγματα
The church 's strait-laced approach to discipline led to conflicts with more progressive members.
Η αυστηρή προσέγγιση της εκκλησίας ως προς την πειθαρχία οδήγησε σε συγκρούσεις με τα πιο προοδευτικά μέλη.
A strait-laced society can sometimes be resistant to change, especially when it challenges long-held beliefs.
Μια αυστηρή κοινωνία μπορεί μερικές φορές να είναι ανθεκτική στην αλλαγή, ειδικά όταν αμφισβητεί παλιές πεποιθήσεις.



























